- βαρυαής
- βᾰρῠ-ᾱής, ές,A breathing hard,
ὕπνος Opp.C.3.421
.II strong-smelling, Nic.Th.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕπνος Opp.C.3.421
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαρυαής — βαρυαής, ές (Α) 1. φρ. «βαρυαής ὕπνος» ύπνος με βαρύ φύσημα 2. αυτός που αναδίδει δυνατή οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + αής < άημι «πνέω δυνατά, φυσώ» (πρβλ. ακραής, αλιαής κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βαρυαέα — βαρυαής breathing hard neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βαρυαής breathing hard masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυαέος — βαρυαής breathing hard masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek